φαιδρυντήριο

φαιδρυντήριο
το, Ν
1. (γενικά) ψυχαγωγικό μέσο
2. στον πληθ. τα φαιδρυντήρια
ανεπίσημη και σε στενό κύκλο έναρξη ζωγραφικής ή γλυπτικής έκθεσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιδρύνω + κατάλ. -τήριο*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”